- θεατρόφιλος
- η , ο [ος , ον ] любящий театр, театрал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεατρόφιλος — η, ο αυτός που αγαπά το θέατρο και συχνάζει σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + φίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίοα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
θεατρόφιλος — η, ο αυτός που αγαπά το θέατρο: Θεατρόφιλο κοινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
θεατρομανής — ές (Α θεατρομανής, ές) αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής. ερω μανής, ζηλο μανής] … Dictionary of Greek
θεατροφιλία — η [θεατρόφιλος] η αγάπη για το θέατρο … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek